τρικυμισμένος

τρικυμισμένος
-η, -ο, Ν
βλ. τρικυμίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαλήνευτος — η, ο [γαληνεύω] 1. (για ανθρώπους) ανήσυχος, ταραγμένος, ακαλμάριστος 2. (για τη θάλασσα) τρικυμισμένος …   Dictionary of Greek

  • ατρικύμιστος — η, ο 1. ο μη τρικυμισμένος 2. ο δίχως περιπέτειες ή στενοχώριες …   Dictionary of Greek

  • τρικυμίζω — Ν [τρικυμία] 1. επιφέρω τρικυμία 2. μτφ. διαταράσσω σε μεγάλο βαθμό, δημιουργώ αναστάτωση 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρικυμισμένος, η, ο τρικυμιώδης …   Dictionary of Greek

  • πολυτάραχος — η, ο 1. αυτός που προκαλεί πολλή ταραχή, ο αίτιος θορύβου, ανησυχίας και για θάλασσα, τρικυμισμένος: Μπροστά τους απλωνόταν το πολυτάραχο πέλαγο. 2. αυτός που πέρασε πολλές περιπέτειες, ο πολύπαθος: Πολυτάραχη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρικυμίζω — τρικύμισα, τρικυμισμένος 1. μτβ., δημιουργώ τρικυμία, φέρνω φουρτούνα: Το ισχυρό ρεύμα τρικύμισε τη θάλασσα. 2. μτφ., αναστατώνω, κάνω άνω κάτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”